-
1 τροχοί
τροχόςwheel: masc nom /voc pl -
2 τρόχοι
τροχόςwheel: masc nom /voc pl -
3 τροχοί
undercarriageΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τροχοί
-
4 πηδάω
πηδάω, ion. πηδέω, Her. 8, 118, fut. πηδήσομαι, springen, hüpfen; ποσσὶν ἐπήδα, Il. 21, 269; auch übertr. von leblosen Dingen, οὐκ ὀΐω χειρὸς ἄπο στιβαρῆς ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα, daß der Wurfspieß vergeblich aus der Hand gefahren, 14, 455; εἰς ναυτικὰ σκάφη, Soph. Ai. 1258, der es auch c. accus. vrbdt, εἰςιδὼν μόνον πηδῶντα πεδία, 30, durch die Ebene springen; u. übertr., τίς ὁ πηδήσας μείζονα δαίμων τῶν μακίστων πρὸς σῇ δυςδαίμονι μοίρᾳ, O. R. 1300; πηδᾶν δυςτυχῆ πηδήματα, Eur. Or. 263; Andr. 1140; λαιψηρὰ πηδᾷ, Ion 717; auch τροχοὶ ἐπήδων, Bacch. 1092; vom Herzen, schlagen, klopfen, Ar. Nub. 1374, wie Plat. Conv. 215 e; πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, Phaedr. 251 d; Xen. u. Folgde überall.
-
5 τροχός
τροχός, ὁ, eigtl. das was läuft, der Läufer, gew. alles kreisförmig od. scheibenförmig Gerundete, Kreis, Scheibe; κηροῦ, στέατος, eine runde Scheibe Wachs, Talg, Od. 12, 173. 21, 178. 183; die Sonnenscheibe, Ar. Th. 17; bes. – a) das Wagenrad; Il. 6, 42. 23, 394. 517; ἐν πτερόεντι τροχῷ Pind. P. 2, 22; γῆ οὐδ' ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν Soph. Ant. 282; σύριγγες ἄνω τροχῶν ἐπεπήδων Eur. Hipp. 1235; dah. τροχοὺς μιμεῖσϑαι, Räder nachahmen, d. i. ein Rad schlagen, Xen. Symp. 2, 22, vgl. 7, 3. – b) das Töpferrad, die Töpferscheibe; Il. 18, 600; τροχῷ ἐλαϑεὶς λύχνος Ar. Eccl. 4; Plat. Rep. IV, 420 e; Sp., wie Pol. 12, 15, 6; Lob. Phryn. 147. – c) das Spielrad der Kinder, auch κρικός, ein großer eiserner od. kupferner Reif, an dem sich viele kleine lose Ringe befanden, die bei der Bewegung klirrten; die Knaben trieben dieses Rad mit einem Stecken, ἐλατήρ, der einen hölzernen Griff und eine gekrümmte, eiserne Spitze hatte, VLL., wie Poll. – Auch bei Schiffen, οἷς τὰ σχοινία δεσμεύουσιν, Schol. Ap. Rh. 1, 567. – d) das Folterrad, ein wie ein Rad gestaltetes Marterwerkzeug, auf welches Einer gelegt u. gefoltert wurde, ἐπὶ τροχοῦ στρεβλοῦσϑαι, ἕλκεσϑαι, Ar. Lys. 846 Pax 444 Plut. 875; ἐπὶ τὸν τροχὸν ἀναβῆναι, Antiph. 5, 40; ἀναβιβάζειν τινὰ ἐπὶ τὸν τροχόν, Andoc. 1, 43; Dem. 29, 40; Sp., wie Luc. Tox. 28; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 875. – e) bei Plat. Critia. 115 c sind τροχοὶ γῆς, ϑαλάσσης rund von Wasser od. Land eingeschlossene Stücke Land od. Meer, Ronddeele. Vgl. Plut. Lucull. 39. – Uebh. runde Einfassungen, Ringmauern, Bast zu Greg. Cor. 512; Soph. frg. 322. – Ein Theil am Pferdezaum, Poll. 1, 184; vgl. Xen. de re equ. 10, 6.
-
6 κύφων
κύφων, ωνος, ὁ, das krummgebogene Holz; – a) zum Ziehen des Pfluges, Joch, Theogn. 1201; von einem andern Theile des Wagens, Poll. 1, 143, κυφῶνες. – b) zum Krummschließen u. Foltern der Missethäter, Nackenholz, vgl. Poll. 10, 177, wo er aus Cratin. anführt ἐν τῷ κυφῶνι τὸν αὐχένα ἔχων; Ar. sagt ὦ τύμπανα καὶ κύφωνες οὐκ ἀρήξετε Plut. 476, vgl. 606 εἶμι δὲ ποῖ γῆς; – ἐς τὸν κύφωνα, in den Block; δεϑῆναι ἐν τῷ κύφωνι ἐν τῇ ἀγορᾷ Arist. pol. 5, 6; bei Luc. Necyom. 14 sind vrbdn στρέβλαι καὶ κύφωνες καὶ τροχοί – Dah. auch ein Mensch, der diese Strafe verdient hat, Archil. bei Schol. Ar. a. a. O. u. VLL. – Nach Phot. auch ein Frauenkleid.
-
7 ἀπο-βατικός
ἀπο-βατικός, dazu gehörig, ἀγών, τροχοί, οἱ ἀπὸ τούτου τοῦ ἀγωνίσματος, B. A. 198.
-
8 ἁρματ-ηγοί
ἁρματ-ηγοί, τροχοί, den Wagen führend, Parthen. 6, 3.
-
9 ἁμιλλητήρ
ἁμιλλητήρ, ῆρος, ὁ, Wettkämpfer, τροχοὶ ἡλίου, um die Wette eilende, s. τροχός, Soph. Ant. 1052; sp. D.
-
10 ἑξά-κνημος
ἑξά-κνημος, sechsspeichig, τροχοί, Schol. Pind. P. 2, 73.
-
11 αμιλλητηρ
(τρόχοι ἡλίου Soph.)
-
12 αρματειος
2колесничный(σύριγγες Eur.; δίφρος Xen.; τροχοί Plut.)
ἁ. νόμος Plut. — боевая походная песнь, но ἁρμάτειον μέλος Eur. скорбный напев -
13 εξαλλομαι
(fut. ἐξαλοῦμαι, aor. 1 ἐξηλάμην, aor. 2 ἐξηλόμην - эп. part. aor. ἐξάλμενος)1) выскакивать(τινος Hom., Thuc. и ἔκ τινος Arst.)
προμάχων ἐξάλμενος Hom. — выскочив и став впереди передовых бойцов;ἵν΄ ἐξήλου (v. l. ἐξήλλου и ἐνήλω) ; Soph. — куда ты метнулся?2) подпрыгивать, подскакивать(οὐκ ἔλαττον τοῦ δελφῖνος Arst.)
3) вскакивать(ἀνέκραγε καὴ ἐξήλατο Xen.)
4) соскакивать, спадать(τρόχοι ἐξαλλόμενοι Xen.; ἐξήλατο λίθος Plut.)
5) соскакивать, спрыгивать(κατὰ τοῦ τείχους Xen.)
6) взвиваться на дыбы(ὅ ἵππος ἐξήλατο Xen., Plut.)
-
14 ταπεινος
31) низменный, низко расположенный(χώρα Her., Plut.)
2) низкий, невысокий(τροχοί Xen.)
3) мелководный, мелкий(ποταμός Polyb.)
4) скудный, бедный(σχῆμα Xen.; δίαιτα Plat.)
5) будничный, пошлый, вульгарный(λέξις Arst.)
6) малый, незначительный, слабый(πόλις Isocr.)
7) покорный, послушный Aesch., Eur.ταπεινόν τινα παρασχεῖν τινι Xen. — сделать кого-л. покорным кому-л.
8) надломленный, подавленный, угнетенный(διάνοια Thuc.)
τ. τύχαις ταῖς οἴκοθεν Eur. — удрученный домашними несчастьями;9) скромный, почтительный(τ. καὴ κεκοσμημένος Plat.)
10) низкий, неблагородный или жалкий, раболепный(τ. καὴ ἀνελεύθερος Plat.)
11) смиренный, кроткий(ὑψῶσαι ταπεινούς NT.)
-
15 τροχος
I.Iὅ [τρέχω]3) обруч ( детская игрушка) Sext.4) гончарный круг Hom., Arph., Xen., Plat.5) круг, диск(κηροῦ Hom.)
τ. ἡλίου Arph. — солнечный диск;τ. τῆς γενέσεως NT. — круг бытия6) кружок, кольцо (sc. τοῦ χαλινοῦ Xen.)7) кольцевой вал, круговое укрепление Soph.II3быстрый, резвый(μέλος Pind.)
II.ὅ1) [τρέχω] круговой пробег, оборотτρόχοι (v. l. τροχοὴ) ἡλίου Soph. — круговращения солнца
2) тж. pl. беговая дорожка, ристалище Eur.3) предполож. барсук Arst. -
16 εμπλεκτικός
η, όν сцепляющий;εμπλεκτικοί τροχοί — зубчатая передача
-
17 σκεῦος
-ους + τό N 3 82-114-35-35-50=316 Gn 24,53; 27,3; 31,37(bis); 45,20vessel Lv 15,12; thing Gn 24,53; equipment Gn 27,3; σκεύη attributes Ex 25,9; outfit Dt 22,5; τὰ σκεύηtrain (of the army) 1 Sm 30,24σκεύη τῆς τραπέζης table furniture Ex 38,12; σκεύη λειτουργικά liturgical vessels Nm 4,26; σκεύη πολεμικά weapons of war Dt 1,41; τὸ παιδάριον τὸ αἶρον τὰ σκεύη the young man who bears the armour JgsB 9,54; οἱ τροχοὶ καὶ τὰ σκεύη τῶν βοῶν the wheels and the harness of the oxen 2 Sm 24,22; ἐνέβαλον εἰς τὰ σκεύη αὐτῶν they put into their store Jos 7,11Cf. DOGNIEZ 1992, 250; HOLLEAUX 1942, 24; LE BOULLUEC 1989, 95; LEE, J. 1983, 39; WEVERS 1990,637-638; →TWNT -
18 βίτος
βίτος, ὁ,A tyre, Edict. Diocl.15.31a:— hence [full] βιτωτός, ή, όν, with tyres, τροχοί ib.34; σαράγαρα, καροῦχον β., with tyred wheels, ib.36,37. -
19 κυκλιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλιαῖος
-
20 μαρμάρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρμάρινος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τροχοί — τροχός wheel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχοι — τροχός wheel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
ερπύστρια — Όργανο που αποτελείται από πολλά στοιχεία (μεταλλικά ή από καουτσούκ) κινητά το ένα ως προς το άλλο, κλειστό γύρω από τον εαυτό του. Τοποθετείται συνήθως σε αυτοκίνητα οχήματα για να κάνει περισσότερο ευχερή την πορεία τους σε εδάφη ολισθηρά,… … Dictionary of Greek
CYPHON — I. CYPHON catastae genus, qua rei vinciebantur aut torquebantur. Ita Aristoteles, Politic. l. 5. c. 6. Heracleae Eurytionem et Thebis Archiam, in adulterii poenam, δεθῆναι εν ἀγορᾷ εν τῷ κύφωνι, in foro cyphoni fuisse alligatos, scribit. Suidas… … Hofmann J. Lexicon universale